Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την διαιτησία σε Αγγλία και Ελλάδα



Το Freak Show του κ. Χάλσεϊ
Του Αντώνη Καρπετόπουλου
(Πηγή : http://www.sport.gr)
Δεν είμαι από αυτούς που βαριούνται να συζητάνε για τη διαιτησία – ίσα ίσα. Στη ζωή μου για δημοσιεύματα που αφορούν τη διαιτησία έχω πάει δυο τρεις φορές κατηγορούμενος σε δικαστήρια – ευτυχώς στο τέλος πάντα τη γλύτωσα.
Όταν εγώ γράφω για τη διαιτησία δεν αναφέρομαι σε κουταμάρες του τύπου «έπρεπε να δώσει μια κίτρινη» ή «έπρεπε να μετρήσει το γκολ»: αυτά είναι για τους τηλεκριτικούς και τα θεωρώ το πιο ασήμαντο μέρος του παιγνιδιού. Τον τελευταίο καιρό είμαι σίγουρος ότι κάποιος θα έχει καταφέρει κάτι το σοβαρά επιλήψιμο – έχω βέβαια δει αρκετά λαθάκια, αλλά στο ελληνικό πρωτάθλημα φέτος ένα αριστούργημα σαν τη διαιτησία του κ. Μαρκ Χάλσεϊ στο πρόσφατο Λίβερπουλ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν είχαμε την τύχη να το δούμε. 
Στην Ελλάδα με τον καιρό έχουμε καταλήξει πως όλα είναι στημένα και προαποφασισμένα και πως οι διαιτητές είναι κάτι ανθρωπάκια που πάνε σε ένα γήπεδο να κάνουν ό,τι τους είπανε. Το ποιοι τους το είπανε σπανίως τολμάει να το πει κάποιος – δεν εννοώ τους απλούς οπαδούς που λένε ό,τι θέλουν, μιλάω για παράγοντες που καταγγέλλουν, δημοσιογράφους που ξέρουν, παλιούς διαιτητές που επειδή δε γίνανε παρατηρητές έγιναν ντέντεκτιβ, και άλλα τέτοια ωραία.
Πρέπει να σας πω ότι με τον καιρό έχω καταλάβει πως οι παράγοντες είναι μεγαλύτερες «κότες» από τους δημοσιογράφους: στην αθλητικογραφία όλο και κάποιος τρελός κατά καιρούς προκύπτει, έτοιμος να ζωστεί με εκρηκτικά και να κάνει το σόου του – οι παράγοντες, εννιά φορές στις δέκα, καταγγέλλουν μέσω διαρροών σε εφημερίδες, τρομάζουν να μιλήσουν με τη φωνούλα τους, δεν τολμάνε το παραμικρό.
Θυμάμαι το 2007 χαλούσαν τον κόσμο ο Παναθηναϊκός και ο Ντέμης Νικολαϊδης. Η φασαρία είχε φτάσει μέχρι τον Αρειο Πάγο και ο Γενικός Εισαγγελέας του Κράτους, που τότε ήταν ο κ. Σανιδάς, φώναξε καμιά δεκαριά ανθρώπους για να ρωτήσει τι συμβαίνει: αυτοί που φώναζαν πιο πολύ έλαμψαν δια της απουσίας τους! Ακόμα και σήμερα το ίδιο συμβαίνει: αν π.χ ο πρώτος ανακριτής της υπόθεσης των «στημένων» ο κ. Κασίμης, αλλά και ο αρμόδιος για θέματα αθλητισμού εισαγγελέας κ. Κορέας έδιναν στη δημοσιότητα, τις καταθέσεις όσων φώναξαν για να μιλήσουν στα πλαίσια της έρευνας, θα γελούσε κάθε πικραμένος.
Οσο το ποδόσφαιρο γίνεται πιο γρήγορο και ο καθαρός χρόνος των αγώνων θα μεγαλώνει. Σήμερα σε πολλά ματς του Τσάμπιοςν λιγκ παίζεται πάνω από 60 λεπτά ποδόσφαιρο(!), από 40 και 50 που καταγράφονταν τη δεκαετία του 90 όταν και ξεκίνησε η σχετική μέτρηση από τους στατιστικομελετητές. Οσο πιο πολύ  ποδόσφαιρο παίζεται, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες του καλύτερου να κερδίσει: το να σταματήσεις μια ομάδα που παίζει καλύτερα με τη βοήθεια του διαιτητή είναι πλέον πολύ δύσκολο.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα σπορ επαφών και πολλών φάουλ όπως το μπάσκετ: ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ένας διαιτητής σφυρίζει διαρκώς και πάλι τα πιο πολλά του σφυρίγματα είναι υπέρ αυτού που έχει τη μπάλα – το αντίθετο δεν το έχω δει, αν και είμαι βέβαιος ότι μπορεί και να έχει γίνει. Ωστόσο σε σοβαρό επίπεδο, ακόμα και το πιο μεγάλο λάθος ο καλύτερος μπορεί να το ξεπεράσει σχετικά εύκολα: θυμηθείτε π.χ το ματς του Ολυμπιακού με τη Σάλκε. Η ακύρωση του κανονικού γκολ του Παπαδόπουλου δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην ψυχολογία των παικτών της Σάλκε: συνέχιζαν να παίζουν και σκόραραν γρήγορα.
Επίσης το ότι πριν το γκολ του Αμπτούν υπάρχει οφ σάιντ («τηλεοπτικό» και δύσκολο για τον επόπτη, αφού η υποψία γεννιέται μετά το πάγωμα της εικόνας) και πάλι δεν αποδείχτηκε σημαντικό: η Σάλκε δυο λεπτά μετά ξανασκόραρε. Αν στην Ελλάδα γίνεται πολύς ντόρος είναι γιατί η παραγωγή των φάσεων, ακόμα και από τις δυνατές ομάδες ειδικά στα εκτός έδρας, είναι ελάχιστη. Ετσι κάθε λάθος μοιάζει συνήθως τεράστιο ή καθοριστικό, ενώ στην πραγματικότητα καθοριστική (ως προς το αποτέλεσμα) είναι η κακοποίηση του αθλήματος. Αν δημιουργείς διαρκώς φάσεις παίζοντας καλά, δε νομίζω πως ένας διαιτητής μπορεί να σε κρατήσει.
Φυσικά τα μάτια μας έχουν δει σε διεθνές επίπεδο πολλά χειρότερα. Στο ισπανικό και στο ιταλικό πρωτάθλημα π.χ είναι σχεδόν αποδεκτό ότι υπάρχουν αφεντικά και κολλήγοι, αλλά ακόμα και στο Τσάμπιονς λιγκ τα μάτια μας έχουν δει πολλά. Ας πούμε το αξέχαστο εκείνο ματς της Τσέλσι με τη Μπαρτσελόνα στο Στάντφορντ Μπριτζ με διαιτητή τον Νορβηγό Ομπρεμπό παραμένει τεκμήριο ενός από τα μεγαλύτερα διαιτητικά εγκλήματα όλων των εποχών. Και σε εκείνη την περίπτωση ωστόσο, η Τσέλσι είχε αποκλειστεί με ένα γκολ στις καθυστερήσεις: πέρυσι που ήταν προσεχτικότερη στο τέλος σκόραρε αυτή με τον Τόρες και μάλιστα στο Καμπ Νου. Δεν το λέω για να δικαιολογήσω το διαιτητή, αλλά γιατί και σε αυτή την περίπτωση γίνεται κατανοητό ότι οι αγωνιστικές αρετές είναι πάντα κάτι σημαντικότερο από τη διαιτησία – ακόμα και από μια διαιτησία προκλητική, όπως εκείνη.
Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί αυτό που έγινε την Κυριακή στο Ανφιλντ. Σε αυτό το αξέχαστο για όσους το είδαν παιγνίδι, ο διαιτητής κ. Χάλσεϊ έδειξε πως πραγματικά μπορείς να διαλύσεις τον καλύτερο και να αλλάξεις και τη ροή του παιγνιδιού και τα δεδομένα του.  Η Λίβερπουλ ήταν καλύτερη στο πρώτο ημίχρονο: η αποβολή του Σέλβεϊ την φρέναρε πάνω στο καλύτερο. Ο διαιτητής έδειξε μια μεροληπτική ευαισθησία καθώς αντιμετώπισε ανάλογα φάουλ πολύ διαφορετικά. Θα ήταν αθώος, αν αυτή η ακριβοδίκαια απόφασή του ήταν μία: θα παρέμεινε μια αδικία από αυτές που δημιουργούν συζήτηση.
Πλην όμως η Λίβερπουλ άνοιξε το σκορ και χρειάστηκε κι άλλο ένα διαιτητικό κατόρθωμα: αν η αποβολή κάπως φρέναρε τους γηπεδούχους, το πέναλτι που δόθηκε στον Βαλέντσια έκρινε το ματς. Εδώ το ζήτημα δεν είναι ο αριθμός των λαθών: μπορεί κάποιος να δει δυο ή τρία ή πέντε. Το αληθινά παράδοξο είναι η απόφαση του διαιτητή να κρίνει το ματς, να βγάλει δηλαδή ένα νικητή: αν το ξανασκεφτείτε ούτε ο Ομπρεμπό δεν το είχε τολμήσει. Εκείνος απλά είχε κρατήσει την Μπαρτσελόνα ζωντανή – ετούτος ήθελε να σκοτώσει τη Λίβερπουλ.
Συμπαθώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλη ομάδα στην Αγγλία. Καταλαβαίνω όμως ότι η γοητεία της έχει αρχίσει να γίνεται μεγαλύτερη από ότι το ίδιο το αγγλικό ποδόσφαιρο. Προφανώς η δυναμική της ομάδας στο παγκόσμιο χρηματιστήριο είναι τόσο μεγάλη ώστε αυτή πρέπει πάντα να κάνει πρωταθλητισμό: το απαιτούν - πολύ φοβάμαι – οι αγορές της Απω Ανατολής που χρυσοπληρώνουν για τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Η Μάντσεστερ Γιου είναι η μεγάλη αγγλική ομάδα του καιρού μας – η Λίβερπουλ ανήκει (για την ώρα) σε ένα παρελθόν γεμάτο από ευχάριστα παραμύθια. Η μεγάλη ομάδα τραβάει το κάρο της Πρέμιερ λιγκ δημιουργώντας δημοτικότητα, ενδιαφέρον, χιλιάδες νέους φίλους και εκατομμύρια τηλεθεατές: προφανώς ένα – δυο σφυριγματάκια παραπάνω δεν κάνουν το προϊόν λιγότερο ελκυστικό: μπορεί έν τέλει να δημιουργούν παγκοσμίως και ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αλλά διαιτησίες σαν αυτές του Κ. Χάλσεϊ μοιάζουν στο τέλος με freak show: το αρχικό σοκ το διαδέχεται μια κάποια αποστροφή. Και σου δημιουργούν την περίεργη αίσθηση πως θα δούμε προσεχώς χειρότερα…