Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την επικίνδυνα κρυφή γοητεία της βίας


Η επικίνδυνα κρυφή γοητεία της βίας
Του Ηλια Mαγκλινη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η βία σαγηνεύει. Στην ταινία «Η σιωπή των αμνών» (1991), η πιο ελκυστική φιγούρα είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος και κανίβαλος που ακούει Μπαχ, ζωγραφίζει και ψυχαναλύει επιδέξια την ανακρίτριά του.
Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ (που υποδύεται έξοχα ο Αντονι Χόπκινς) πέρασε στο συλλογικό ασυνείδητο των σινεφίλ τουλάχιστον ως μια άκρως γοητευτική, υποβλητική, μυθική μορφή, πολύ πιο ερεθιστική και συναρπαστική από τους «καλούς» που τον καταδιώκουν. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με έναν άλλο μεγάλο κινηματογραφικό «κακό», έναν κοινό εγκληματία πολέμου: τον συνταγματάρχη Κουρτζ, από το «Αποκάλυψη τώρα» (1980), τον οποίο υποδυόταν βεβαίως ο Μάρλον Μπράντο. Βασισμένος σε λογοτεχνικό ήρωα του Τζόζεφ Κόνραντ («Η καρδιά του σκότους», 1899), ο Κουρτζ των Κόπολα - Μπράντο μπορούσε να σκοτώνει μαζικά και την επόμενη στιγμή να απαγγέλλει τους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ. Σ. Ελιοτ, όπως οι ναζί που έκαιγαν ανθρώπους με την ίδια ευκολία που άκουγαν Σούμπερτ.
Ωστόσο, σπάνια είναι γοητευτική η βία από κοντά. Αυτό που γοητεύει είναι η εικόνα της βίας. Πολύ πριν από την παντοκυριαρχία της εικόνας (σινεμά, τηλεόραση, βιντεογκέιμ, κομπιουτεργκέιμ, Διαδίκτυο κ. ο. κ.), οι εικόνες της βίας και της καταστροφής είχαν πάντοτε μια δυναμική που μέσα στη φρίκη τους κατάφερναν να μαγνητίζουν: δείχνουν λιγότερο πραγματικές απ' ό, τι είναι στην πραγματικότητα. Σε εποχές κρίσης του πολιτισμού, των αξιών, των θεσμών, σαν αυτή που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες, πριν καν από την έλευση της οικονομικής ύφεσης, η βία και η καταστροφή δεν γοητεύουν μόνο, αλλά μοιάζουν σαν να είναι και η μόνη διέξοδος ή η λύση στο πρόβλημα.
Η βία ως μόδα
Κάπως έτσι, η βία και η καταστροφή γίνονται μόδα, trend. Σήμερα, στη χώρα μας τουλάχιστον, βιώνουμε μια τέτοια κατάσταση. Πέρα από την εκτίναξη της βαριάς εγκληματικότητας, τις επιθέσεις από και κατά αλλοδαπών και τις συγκρούσεις μεταξύ ομάδων αλλοδαπών, πέρα ακόμα και από τις κατά καιρούς βάναυσες επιθέσεις εναντίον δημόσιων προσώπων (όπως την επίθεση στον Κ. Χατζηδάκη), από την περίοδο του καθαρού ποδοσφαιρικού χουλιγκανισμού έως τα πιο πρόσφατα γεγονότα με τους βανδαλισμούς κτιρίων και δημόσιων χώρων -με αποκορύφωμα τον θάνατο τριών ανθρώπων στο υποκατάστημα της Marfin τον Μάιο του 2010, στην οδό Σταδίου-, η βία και η μανία της καταστροφής δείχνουν να έχουν κάτι αυτοαναφορικό: μπορεί η σπίθα που τις γέννησε να είναι η πολιτική παρακμή, η διαφθορά και η κοινωνική αποσάρθρωση, πλέον όμως το όλο φαινόμενο μοιάζει με μια φωτιά που πυροδοτείται από μόνη της, ηδονιζόμενη με τον εαυτό της.
Αν οι περισσότεροι ταυτίζουν τα κρούσματα βίας και βανδαλισμών με τις ομάδες «αντιεξουσιαστών», παλιές «καραβάνες» του αντιεξουσιαστικού χώρου των Εξαρχείων δηλώνουν συχνά την έκπληξη ακόμα και τον αποτροπιασμό τους απέναντι στην τυφλή επιθετικότητα των σημερινών εικοσάρηδων. Στην ουσία, πρόκειται για ένα νέας μορφής μηδενισμό. Η καταστροφή για την καταστροφή. Γι' αυτό και πολλά συνθήματα σε τοίχους της Αθήνας μιλούν για πόλεμο ενάντια στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ως πηγή της δυστυχίας, όπως έλεγε και ο Φρόιντ, βρίσκει εδώ τη δικαίωσή του, κατά κάποιον τρόπο.
«Η καταστροφή είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος δράσης», γράφει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Σόφσκι στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της βίας». Και συνεχίζει: «Η καταστροφή εκμηδενίζει το δεδομένο. Δεν θέλει ν' αλλάξει, θέλει να καταργήσει. Αυτό που υπάρχει πρέπει να πάψει να υπάρχει. Η καταστροφή είναι μια ριζική αντιστροφή της παραγωγής, της δημιουργίας. Παρόλο που πότε πότε εκτελεί εργασίες, ο στόχος της δεν είναι η αλλαγή των αντικειμένων, αλλά ο κενός χώρος. Παραμορφώνει, βεβηλώνει και ατιμάζει, τελικά όμως θέλει την εξαφάνιση των αντικειμένων».
Ενας μηδενισμός, λοιπόν, που δεν αποσκοπεί σε τίποτα και πουθενά. Στο βάθος, το όποιο πολιτικό ή κοινωνικό αίτημα κατατροπώνεται από την αποθέωση του αισθητικού: από έναν νοσηρό ρομαντισμό σε έναν αυνανιστικό, αυτοαναφορικό εστετισμό, αυτό που μοιάζει να αντιμάχονται οι ορδές των βανδάλων είναι αυτό που εναγκαλίζονται: μια «όμορφη» φωτιά, ένας σχεδόν «καλλιτεχνικός» εμπρησμός. Ας μη λησμονούμε ότι με ένα τέτοιο μάτι είδαν όσοι πανηγύριζαν την πτώση των Διδύμων Πύργων στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001: ένα κινηματογραφικό θέαμα που, όπως γράφηκε σε μεγάλη εφημερίδα μάλιστα, συμβόλιζε μέσα από μια άκρως «ποιητική εικόνα την πτώση του καπιταλισμού». Η στάση αυτή δεν απέχει πολύ από την ομορφιά που βλέπουν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ όταν μία ρουκέτα τινάζει στον αέρα τον «κινούμενο στόχο». Η καταστροφή υπνωτίζει, ναρκώνει μέσα από τα εντυπωσιακά της σχήματα. Η βία επίσης ενώνει τα ιδεολογικά αντίθετα άκρα. Μετατρέπει τους πάντες σε έναν πολτό.
Κατά τον Σόφσκι, η μανία της καταστροφής σηματοδοτεί «μια ριζική αντιστροφή της παραγωγής, της δημιουργίας», του θεμελιώδους στοιχείου αυτού που νοείται ως πολιτισμός. Εξ ου και στο στόχαστρο των νεαρών καταστροφέων, που τρομάζουν ακόμα και βετεράνους των Εξαρχείων, είναι ο ίδιος ο πολιτισμός. Χωρίς να το γνωρίζουν, απηχούν τις διακηρύξεις των Ιταλών φουτουριστών παρότι που με πολλά από τα ιδεολογήματά τους ένας σύγχρονος «μπαχαλάκης» θα έβγαζε φλύκταινες. Το 1909 ο Μαρινέτι διακήρυττε: «Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο -μοναδική υγιεινή του κόσμου-, τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστρεπτική χειρονομία των αναρχικών, τις ωραίες Ιδέες που σκοτώνουν και την περιφρόνηση των γυναικών». Τρικυμία εν κρανίω που μέσα σε όλες της τις αντιφάσεις ακούγεται παράδοξα, αλλόκοτα σύγχρονη. Για μια ακόμη φορά, έχουμε τον θρίαμβο του αισθητικού εις βάρος του ηθικού. Οπως σχολιάζει ο Ροζέ Νταντούν, λίγα χρόνια μετά τις ποιητικίζουσες ανοησίες του Μαρινέτι, το 1914, «ο πόλεμος έμελλε να σπάσει αυτή τη φουτουριστική πνοή και να την καταντήσει μια ρητορική, λίγο πολύ ενσωματωμένη στον μουσολινικό φασισμό».
Δύο τρυγόνια
Συχνά, καλλιτέχνες και διανοούμενοι σαγηνεύθηκαν από την αφαιρετική μαγεία της καταστροφής. Μιλώντας κατά της αποικιοκρατίας, ο Σαρτρ έγραφε κάποτε κάτι που αν το διάβαζε κάποιος από τους σύγχρονους μηδενιστές της νεοελληνικής πραγματικότητας, θα το ασπαζόταν: «Πρέπει να σκοτώσεις: το να πλήξεις έναν Ευρωπαίο είναι το να πετύχεις με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια». Ο Ρ. Νταντούν σχολιάζει: «Αντί για έναν παρόμοιο υποταγμένο ζήλο ενός διανοούμενου μαγεμένου από τη βία, μπορούμε να προτιμήσουμε τη σταθερή, υπομονετική και συνετή εργασία της Χάνα Αρεντ, που εξερευνά επιμελώς τις επικράτειες της βίας και μας προσκαλεί να «μην υποβάλλουμε σε πειρασμό» «τον άνθρωπο του πλήθους», τον βίαιο άνθρωπο «που κατοικεί στον καθένα μας»».
Χωρίς τέλος ο μηδενισμός του δρόμου
Το παράδοξο είναι ότι σήμερα η συζήτηση γύρω από τη βία έχει ανοίξει για τα καλά: βία δεν είναι μόνον η σωματική κακοποίηση και ο βανδαλισμός. Βία θεωρείται ότι είναι και η απόλυση, η εργασιακή καταπίεση, η εξώθηση ανθρώπων στην απελπισία, στους δρόμους (η εικόνα των αστέγων), ακόμα και στην αυτοκτονία. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς ή όχι, βρισκόμαστε σε ένα πεδίο όπου υπάρχει ακόμα νόημα: θεωρητικά, αυτή η βία παύει όταν σταματά η εργασιακή αδικία και εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, στη συζήτηση υπάρχει ένας σκοπός, η ίδια η συζήτηση μπορεί να είναι η αφετηρία ενός αγώνα που έχει ένα τέλος, με την αρχέγονη έννοια της λέξης. Στον σύγχρονο νεοελληνικό μηδενισμό του δρόμου, όμως, δεν υπάρχει κανένα τέλος παρά μόνον η μεθυστική ομορφιά της καταστροφής.
Η τράπεζα, το εμπορικό κατάστημα, το βιβλιοπωλείο, το σινεμά, όλοι εκείνοι οι δημόσιοι χώροι που στοιχειοθετούν αυτό το στίγμα του πολιτισμού (του κοινού, ομαλού, ειρηνικού βίου εντός της πόλης) πρέπει να εξαλειφθούν. Δεν υπάρχει μετά, δεν υπάρχει κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση. Υπάρχει μόνον η ηδονή της καταστροφής. «Ο σεβασμός της μοναδικότητας του αντικειμένου, ο οποίος εμφυσείται στους ανθρώπους από τα παιδικά τους χρόνια, εξανεμίζεται. Στη μέθη της καταστροφής δεν έχει πια καμία σημασία. Η επιταγή της διατήρησης έχει καταργηθεί. Ο καταστροφέας δεν ενδιαφέρεται να προκαλέσει υλική βλάβη. Δεν θέλει να ληστέψει, να λεηλατήσει ή να ανακατανείμει. Γι' αυτόν τα πράγματα δεν είναι πλέον αγαθά που αξίζει κανείς να κατέχει. (...) Η καταστροφή των πραγμάτων βρίσκεται στην υπηρεσία μιας άλλης βίας: της βίας του αγώνα. Είναι απλώς ένα μέσο, για να ενισχυθεί η βία ενάντια στους ανθρώπους» (Σόφσκι).
Το «ενάντια στους ανθρώπους», αξίωμα για το οποίο συχνά κατηγορούνται (και δίκαια) οι λεγόμενες «αγορές», υπηρετείται πιστά και με φανατισμό από τους νεοέλληνες βάνδαλους καθότι αυτό που προέχει είναι ο εστετισμός του πυρπολημένου κινηματογράφου και της θρυμματισμένης βιτρίνας. Δεν είναι μόνο μια αισθητική της φρίκης, αλλά και μια αισθητική της απόλυτης μιζέριας.
Πάντως, παρά τις κοινωνιολογικές και πολιτικές ερμηνείες, συχνά νιώθουμε ότι σε ένα τέτοιο επίπεδο, βρισκόμαστε σε έναν κόσμο σκοτεινό, άλογο. Οπως γράφει ο Ροζέ Νταντούν: «Παρά τους κεραυνούς και τις πυρκαγιές, τις τυφλές και θανάσιμες λάμψεις που μας φώτισαν ώς εδώ, οι δρόμοι και οι φωνές οι οποίες οδηγούν τη βία στη βία παραμένουν σκοτεινές. Γνωρίζοντας πόσο θριαμβεύουν σε τόσους τόπους και διαρκώς αναγεννώνται, «η βουή και η αντάρα», ίσως πρέπει να μελετήσουμε σε ποιους ολέθριους όσο και απρόβλεπτους δρόμους μπορούν να μας παρασύρουν λέξεις, λόγοι, εικόνες και τραγούδια. Και μαζί να ανησυχήσουμε για την ποσότητα βίας την ικανή να κατοικήσει σε ένα απλό «destroy»...».