Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Ένα καταπληκτικό άρθρο για τις παθογένειες του Δημοσίου τομέα




Ο γόρδιος δεσμός της διοικητικής μεταρρύθμισης
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_15/07/2012_489145)
Για να μην εκθέσω το κυβερνητικό στέλεχος που μου εξομολογήθηκε την απελπισία του, δεν θα κατονομάσω το υπουργείο – είναι, πάντως, από εκείνα των οποίων οι υπηρεσίες υποτίθεται ότι έχουν άμεση σχέση με την πολύκλαυστο «καθημερινότητα του πολίτη».

Στο υπουργείο αυτό, λοιπόν, έγινε προσπάθεια μετάταξης ενός υπαλλήλου περιττού για τις ανάγκες της κεντρικής υπηρεσίας σε άλλη υπηρεσία του ίδιου υπουργείου. Τα τυπικά καθήκοντα και η αμοιβή του εν λόγω υπαλλήλου θα παρέμεναν τα ίδια με προηγουμένως. Βέβαια, θα ξεβολευόταν λιγάκι, αφού θα άλλαζε περιοχή και περιβάλλον εργασίας (πάντα όμως μέσα στην Αθήνα). Το αντιστάθμισμα, όμως, θα ήταν ότι θα αποκτούσε πραγματικό αντικείμενο εργασίας: θα γινόταν, επιτέλους, χρήσιμος στους άλλους! Αφήστε, δε, ότι η ικανοποίηση που θα αντλούσε με αυτό τον τρόπο θα βελτίωνε και την αυτοεκτίμησή του, με όλη την ευεργετική επίδραση που θα είχε αυτό στις κοινωνικές σχέσεις του.
Δύο ημέρες μετά τη γνωστοποίηση της μετάταξης στον υπάλληλο, αυτός έφερε χαρτί ψυχιάτρου. Η γνωμάτευση έλεγε ότι πάσχει από «διαταραχή πανικού και αγοραφοβία», συνιστούσε δε ο πάσχων να μην αλλάξει χώρο εργασίας, διότι η εξοικείωση με νέο περιβάλλον μπορούσε να επιδεινώσει την κατάστασή του. Το κυβερνητικό στέλεχος δεν έκανε τίποτε παραπάνω για την περίπτωση. Η μόνη νομότυπη διαδικασία που μπορούσε να ακολουθήσει για την εξακρίβωση της αλήθειας στην υπόθεση θα χρειαζόταν κάπου δύο χρόνια για να τελεσφορήσει και ο ίδιος αμφέβαλλε αν άξιζε τον κόπο και τους πόρους...
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν ο δημόσιος υπάλληλος της ιστορίας μας χρησιμοποίησε πλαστό ιατρικό πιστοποιητικό για να διατηρήσει τη βολή της καθημερινότητάς του. Είναι πιθανόν να είναι ένας από εκείνους για τους οποίους εις εκ των άλλοτε πανίσχυρων αντιβασιλέων του Νεοκαραμανλισμού -και ο οποίος τώρα ιδιωτεύει- έστελνε τα περίφημα σημειώματα που έλεγαν «δεν κάνει για τίποτα, βολέψτε τον κάπου». Δεν είναι και απίθανο, όμως, ο υπάλληλος να εξαπάτησε την υπηρεσία του με τη συνεργασία ενός πρόθυμου γιατρού. (Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ζούμε σε μια χώρα όπου τέτοιου είδους αναισχυντία δεν είναι σπάνια: το 30% των επιδομάτων τυφλότητος σε συγκεκριμένο νομό βασιζόταν σε πλαστά πιστοποιητικά...)
Η περίπτωση του αγοραφοβικού (ή, ενδεχομένως, εργασιοφοβικού...) υπαλλήλου και, ειδικά, οι δυνατότητες που είχε στη διάθεσή του εκ του νόμου για να υπερασπιστεί το «κεκτημένο» της βολής του είναι χαρακτηριστικές του πνεύματος με το οποίο αναπτύχθηκε η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα επί κομματοκρατίας, από το 1981 και ύστερα. Ο,τι και αν λένε οι συνδικαλιστές, είναι κοινός τόπος για όποιον ζει εδώ ότι ο πρώτιστος -και ανομολόγητος- λόγος ύπαρξης της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα είναι η διευκόλυνση της ζωής όσων εργάζονται στις δομές της.
Ηταν φυσικό να συμβεί αυτό, από τη στιγμή όπου η οικοτεχνία των πελατειακών σχέσεων πέρασε με το ΠΑΣΟΚ στην εποχή της «βιομηχανικής επανάστασης» και οι προσωπικές πελατειακές σχέσεις της προδικτατορικής Δεξιάς έγιναν πια κομματικές αφότου ήλθαν «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», κατά το αλησμόνητο σύνθημα. Επέκταση του κράτους και κομματοκρατία έδωσαν σταδιακά στον κόσμο του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα τον ρόλο της οιονεί πολιτικής δύναμης. Απέκτησαν εξουσία και, όπως είναι φυσικό και ανθρώπινο, τη χρησιμοποίησαν προς ίδιον όφελος, με αποτέλεσμα η άσκησή της με αυτό τον σκοπό να αποβαίνει εν τέλει στην υπονόμευση της αποστολής του Δημοσίου.
Γιατί -ώσπου τουλάχιστον να γίνει αισθητή η κρίση- τόσος κόσμος επεδίωκε να διοριστεί στο Δημόσιο; Διότι στο Δημόσιο εξασφάλιζες όχι μόνον αμοιβή μεγαλύτερη από εκείνην της αντίστοιχης θέσης στον ιδιωτικό τομέα, αλλά κυρίως την ελευθερία της ανευθυνότητας και την απαλλαγή από τον ανασφάλεια του απρόοπτου της ζωής. Ου φροντίς Ιπποκλείδη, με άλλα λόγια – και, στην περίπτωση αυτή, οι δυνάμεις της αγοράς δεν ψεύδονται καθόλου. Είναι λογικό, επίσης, ότι, με την εξαίρεση θέσεων που προϋποθέτουν το αίσθημα της αποστολής και ενσυνείδητη επιλογή από πλευράς εκείνων που τις διεκδικούν, ένα Δημόσιο που το διαμόρφωνε και το κατηύθυνε η λογική του «δημοκρατικού πολτού» δεν προσείλκυε ό,τι καλύτερο στις τάξεις του. (Το χειρότερο, δε, είναι ότι μέσα στη μάζα που παρήγαγε η δημοκρατία του χαμηλότερου κοινού παρανομαστή χάνονται οι εξαίρετες περιπτώσεις στελεχών του Δημοσίου, χάρη στα οποία στέκεται ακόμη στα πόδια της -τρικλίζοντας έστω- η χώρα) Αν στον λογαριασμό βάλουμε την πτώση του επιπέδου των σπουδών και τον πληθωρισμό των πανεπιστημιακών πτυχίων, έχουμε την εικόνα της δημόσιας διοίκησης, τη μεταρρύθμιση της οποίας ο πρωθυπουργός ανέλαβε προσωπικώς, με τη συμβολική επίσκεψή του στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, την περασμένη Παρασκευή.
Επειδή, δυστυχώς, οι χειρότεροι είναι και οι περισσότεροι, ας μην αυταπατώμεθα με φρούδες ελπίδες ότι η πολιτικά κυρίαρχη τάξη του τόπου θα δεχθεί με το μαλακό και τη φωνή της λογικής την περικοπή της εξουσίας της, όσο μειλίχιος και αξιοσέβαστος αν είναι ο υπουργός Αντ. Μανιτάκης. (Πολύ περισσότερο δε, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι προστρέχουν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ανέλαβε ήδη τον ρόλο προστάτη του κατεστημένου των πάσης φύσεως κρατικοδίαιτων...) Μια ένδειξη των αντιστάσεων που θα αντιμετωπίσει η διοικητική μεταρρύθμιση μας δίνει η δήλωση -στα όρια του γελοίου- του προέδρου της ΑΔΕΔΥ Κ. Τσικρικά, έπειτα από τη συνάντησή του την περασμένη εβδομάδα με τον Αντ. Μανιτάκη: «Δεν είμαστε αντίθετοι στην αξιολόγηση. Είμαστε αντίθετοι σε αξιολόγηση με τιμωρητικό χαρακτήρα». Αν ο «τιμωρητικός χαρακτήρας» γίνεται αντιληπτός με τη διασταλτική έννοια του όρου, τότε ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ ζητεί αξιολόγηση χωρίς συνέπειες. Διότι αν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του ανεπαρκούς είναι η παραμονή του στην ίδια βαθμίδα, τότε τιμωρείται έναντι του ικανού που προάγεται. Πώς νοείται αξιολόγηση χωρίς συνέπειες και, αν τέλος πάντων με κάποιο τρόπο νοείται, τι πρακτική αξία μπορεί να έχει;
Το ζήτημα της αναμόρφωσης του Δημοσίου είναι ένας γόρδιος δεσμός. Είναι μάταιο να ψάχνει κανείς την άκρη του για να αρχίσει να τον λύνει, ο δε συμβολισμός των πρωθυπουργικών επισκέψεων είναι πια τόσο φθαρμένος, ώστε αμφιβάλλω αν σήμερα θυμάται κανείς την επίσκεψη της Παρασκευής – εκτός του πρωθυπουργού και του υπουργού, βεβαίως. Ενας και μόνον τρόπος υπάρχει για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός και είναι γνωστός σε όλους. Για να είμαστε ακριβείς μάλιστα, λύση του δεσμού κατά κυριολεξία ο τρόπος αυτός δεν ήταν. Ο συμβολισμός όμως είχε βαρύτητα, η οποία διαρκεί ώς σήμερα. Παρόμοιο αντίκτυπο στην περίπτωση του δημοσίου τομέα μόνον οι απολύσεις μπορεί να έχουν.