Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Μία πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για την επιβολή ανώτατου πλαφόν στα εισοδήματα



Μια ξεχασμένη ιδέα σε δημόσια συζήτηση
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_22/04/2012_479826)
«Μπορούμε να έχουμε δημοκρατία ή μπορούμε να έχουμε συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο μαζί».

Μ’ αυτά τα λόγια του Λιούις Μπραντάις, προοδευτικού Αμερικανού δικαστή και στοχαστή του προηγούμενου αιώνα, αρχίζει άρθρο των New York Times (18 Δεκεμβρίου 2011) με τίτλο «Μη φορολογείτε τους πλούσιους, αλλά την ίδια την ανισότητα». Το υπογράφουν οι Ιαν Αϊρες και Ααρον Εντλιν, καθηγητές των Πανεπιστημίων του Γέιλ και του Μπέρκλεϊ αντίστοιχα.
Οι δύο ακαδημαϊκοί απαντούν, κατά κάποιο τρόπο, στο κεντρικό αίτημα «Φορολογήστε τους πλούσιους», που έθεσε στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής διαμάχης στην Αμερική το κίνημα «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ», προβάλλοντας μια πιο ριζοσπαστική ιδέα: Να κατοχυρωθεί νομικά, παράλληλα με τον κατώτατο μισθό, ένα ανώτατο όριο εισοδήματος –ενδεικτικά προτείνουν την αναλογία 1:36– πάνω από το οποίο η φορολογία θα ανέρχεται σε 100%.
Η πρόταση των δύο Αμερικανών καθηγητών δεν περιέχει τίποτα το αντικαπιταλιστικό. Αφήνει άθικτες τις σχέσεις ιδιοκτησίας και δέχεται ότι μπορεί ένας εργαζόμενος να ζει με 14.000 τον χρόνο, ενώ ένας επιχειρηματίας να έχει καθαρό, προσωπικό εισόδημα 504.000. Ακόμη και αυτός ο περιορισμός, όμως, μοιάζει με επανάσταση για τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου, που ενοχοποιεί μισθούς και συντάξεις, ενώ απογειώνει τις ανισότητες. Οπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη των Τομά Πικετί και Εμανουέλ Σαέζ, το 93% της ανάπτυξης που γνώρισε η αμερικανική οικονομία το 2010 πήγε στο 1% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το 37% της ανάπτυξης το καρπώθηκε το 0,01% των νοικοκυριών – μόλις 15.000 οικογένειες, καθεμία από τις οποίες έχει ετήσιο εισόδημα άνω των 23,8 εκατομμυρίων δολαρίων. Αλλο ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ εκείνων που υποστηρίζουν ότι το δίλημμα «ανάπτυξη ή λιτότητα» είναι ρηχό όσο δεν συνοδεύεται από την απαίτηση για αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου.
Η γαλλική επιθεώρηση Le Monde Diplomatique είναι ένα από τα ελάχιστα διεθνούς κύρους έντυπα που επιμένουν να φέρνουν αυτή την απαίτηση στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Σχετικό ήταν το πρώτο θέμα του περιοδικού, τον περασμένο Φεβρουάριο, με τίτλο «Να μπει πλαφόν στα εισοδήματα». Μια ιδέα η οποία, παραδόξως, δεν είναι ευρωπαϊκής, αλλά αμερικανικής καταγωγής, όπως μας πληροφορεί ο αρθρογράφος. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον Αμερικανοεβραίο ανθρωπιστή και ακαδημαϊκό Φέλιξ Αντλερ και πυροδότησε πραγματικό κίνημα για την «επιστράτευση του πλούτου» την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το παράδειγμα του Ρούζβελτ
Νέα ώθηση στις απαιτήσεις για ριζοσπαστική αναδιανομή προκάλεσε η Μεγάλη Υφεση, που έφερε στην προεδρία τον Ρούζβελ. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα σκανδαλίσει την Αμερική το 1935, ρίχνοντας το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι» για την κρίση. Εγκαινιάζοντας το δεύτερο New Deal, ο Ρούζβελτ επιβάλλει στα εισοδήματα άνω των 5 εκατομμυρίων φόρο 79%. Ο πόλεμος και η πίεση των συνδικάτων θα αναγκάσουν το αμερικανικό Κογκρέσο να πάει πιο μακριά και να επιβάλει, το 1944, στα εισοδήματα άνω των 200.000 φόρο... 94%!
Τις μέρες αυτές, η φορολόγηση των πλουσίων αποτελεί το κεντρικό θέμα της πολιτικής διαμάχης στις ΗΠΑ, με τους Ρεπουμπλικανούς να μένουν πιστοί στη νεοφιλελεύθερη παράδοση του Ρέιγκαν, που συρρίκνωσε τη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών στο 15% και την κυβέρνηση Ομπάμα να επιχειρεί μια κάποια εξισορρόπηση. Αλλά και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές σφραγίστηκαν από την ίδια απαίτηση, καθώς ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Φρανσουά Ολάντ δεσμεύτηκε για φόρο 75% στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ ο υποψήφιος της Αριστεράς Ζαν–Λικ Μελανσόν προτείνει φόρο 100% στα εισοδήματα άνω των 360.000 ευρώ.
Το Πρόσωπο: Χιούι Λονγκ
Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε
Τα διαδεδομένα στερεότυπα θέλουν το ανταγωνιστικό αμερικανικό έθνος, σε αντίθεση με την Ευρώπη, να κουβαλάει στα γονίδιά του την απέχθεια σε κάθε έννοια εξισωτισμού. Η αλήθεια είναι ότι ο σοσιαλισμός είχε ταχεία ανάπτυξη και στις ΗΠΑ από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1914. Την περίοδο αυτή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γιουτζίν Ντεμπς εξέδιδε 300 εφημερίδες, ήλεγχε μεγάλα συνδικάτα, κατάφερε να εκλέξει 56 δήμαρχους και έναν βουλευτή, συγκεντρώνοντας το 6% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 1912.
Την πορεία ριζοσπαστικοποίησης ανέκοψαν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το φόβητρο της «ερυθράς απειλής» μετά τις επαναστάσεις που ξέσπασαν σε Ρωσία, Γερμανία και Αυστροουγγαρία. Ωστόσο, το ρεύμα υπέρ της κοινωνικής ισότητας δεν σταμάτησε, απλώς βρήκε καινούργια πολιτική έκφραση στο φαινόμενο του αριστερού λαϊκισμού, που απέκτησε μεγάλη ορμή μετά το Κραχ του 1929 και τη συνακόλουθη Μεγάλη Υφεση. Τυπικός εκπρόσωπός του υπήρξε ο Χιούι Λονγκ.
Τοποθετημένος στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Λονγκ εξελέγη κυβερνήτης στην πολιτεία της Λουιζιάνα το 1928, με σύνθημα «Κάθε άνθρωπος βασιλιάς, αλλά κανένας με στέμμα» και διαπρύσιες επιθέσεις εναντίον των οικονομικών μεγιστάνων, της Γουόλ Στριτ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Πρωτοπόρος στην επιστράτευση του ραδιοφώνου και των πιο σύγχρονων μέσων επικοινωνίας για τις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα, εξελέγη γερουσιαστής το 1932 και γρήγορα απέκτησε πανεθνική ακτινοβολία.
Αρχικά, ο Λονγκ υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της υποψηφιότητας Ρούζβελτ για την προεδρία. Στην πορεία, απογοητεύθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Ρούζβελτ, το περίφημο New Deal, θεωρώντας το πολύ μετριοπαθές και αναδείχθηκε στη μόνη δυνατή φωνή που ασκούσε εξ αριστερών αντιπολίτευση. Το 1934 ίδρυσε το δικό του πολιτικό κίνημα, με τίτλο «Εταιρεία για το Μοίρασμα του Πλούτου», φιλοδοξώντας να διεκδικήσει την προεδρία. Μεταξύ άλλων, πρότεινε 100% φόρο στα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου και εγγυημένο από το κράτος κατώτατο εισόδημα 5.000 δολαρίων ανά νοικοκυριό.
Στο μεταξύ, ο Λονγκ υλοποιούσε στη Λουιζιάνα ένα χωρίς προηγούμενο πρόγραμμα δημόσιων έργων – σχολεία, γέφυρες, δρόμοι, νοσοκομεία, πάρκα κ.ά.–, πολλά από τα οποία επιβιώνουν ώς τις μέρες μας. Η δημοτικότητά του εκτοξεύθηκε στα ύψη, προκαλώντας εκνευρισμό στο επιτελείο του Ρούζβελτ, που τον κατηγορούσε πότε ως «Αμερικανό Χίτλερ» και πότε ως «κομμουνιστή». Ο ίδιος ο Λονγκ υποστήριζε ότι εμπνέεται από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και όχι από τον Μαρξ, και ότι το σχέδιό του ήταν «η μόνη αποτελεσματική άμυνα του έθνους απέναντι στον κομμουνισμό». Οι διαβεβαιώσεις του δεν καθησύχασαν τους εχθρούς του, που αποπειράθηκαν ένοπλο πραξικόπημα στη Λουιζιάνα με παραστρατιωτικές συμμορίες, τον Ιανουάριο του 1935. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, οι σφαίρες ενός περίστροφου έκοψαν πρόωρα το νήμα της ζωής του μέσα στο Καπιτώλιο της πολιτείας.