Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανταπόκριση για τους Ολυμπιακούς του 1908 στο Λονδίνο




Ολυμπιακοί Αγώνες Λονδίνου, 1908
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η επίσημη Τελετή Εναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1908 στο Λονδίνο περιγράφεται σε μακρά ανταπόκριση του συγγραφέα Ζαχαρία Παπαντωνίου, με ημερομηνία δημοσίευσης την 10η Ιουλίου (παλαιό ημερολόγιο) στην εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών.

Ηδη από τις πρώτες αράδες ο Ελληνας απεσταλμένος υπερπροβάλλει τον βροχερό καιρό του Λονδίνου και την λασπουριά του σταδίου ως ενισχυτικά της άποψης ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρέπει να τελούνται μόνον στην Ελλάδα. Κατόπιν, ο εστέτ Παπαντωνίου συγκρίνει το αγγλικό στάδιο με το Καλλιμάρμαρο για να το υποβιβάσει αισθητικά, αν και του απονέμει μια θετική κρίση για την λειτουργικότητά του, για να προσθέσει όμως δογματικά: «Αλλ' αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Είναι πράξις, δεν είναι τέχνη.» Στο τέλος της ανταπόκρισής του, αφού μιλήσει για τους 2.000 αθλητές της παρέλασης -«σώματα πυργούμενα ορθά, κήπος κρίνων της σαρκός, δάσος μυώνων και γραμμών»- θλίβεται για την εμφάνιση της ελληνικής ομάδας που τη βρίσκει ασύμμετρη, μικρή και φτωχή.
Ο ιδεολογικός λόγος που εκπέμπει η ανταπόκριση του Ζαχαρία Παπαντωνίου θα πρέπει να ιδωθεί μέσα στην ιστορικότητά του. Είναι το 1908. Οι Ελληνες, με προεξάρχοντα τον Παλαμά, παρά την καταστρεπτική αποκοτιά του 1897, πιστεύουν στην αναγέννηση της μικρής, φτωχής πατρίδας τους. Ετοιμάζονται, οικονομικά από την τότε σφριγηλή εμποροαστική τάξη και στρατιωτικά από ανήσυχους οραματιστές, για τα μεγάλα και καθοριστικά άλματα του 1909 και του 1912-13.
Σ' αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και να κρίνουμε τη ματιά του Παπαντωνίου στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, το 1908.
Ακολουθεί η ανταπόκριση του Παπαντωνίου με περικοπές.
Μιχαλης Ν. Κατσιγερας

ΛΟΝΔΙΝΟΝ, 4 Ιουλίου - Εφθάσαμεν εις το Στάδιον πλέοντες. Εβρεχε διαρκώς και θλιβερώς από το πρωί. Ολη αυτή η βροχή, τουλουμηδόν καταπίπτον επιχείρημα ότι οι αγώνες πρέπει να γίνονται μόνον εις την Ελλάδα, οδήγησαν ανθρώπους λασπωμένους και λερωμένους εις λερωμένον και υγρόν Στάδιον. [...] Ητο κάτι θλιβερόν, αυτό το βούτηγμα μιας Ολυμπιάδος εις το νερό. Τα πάντα ήσαν βρεγμένα και ανακατωμένα. Οι θεαταί επλανώντο με ένα τίκετ ανά χείρας να βρουν την κερκίδα των εις αυτό το τεράστιον γιαπί, το οποίον λέγεται Αγγλικόν Στάδιον. Βρεγμένοι, κουρασμένοι και ασθμαίνοντες ήρχοντο και πήγαιναν εις τους περιφερικούς διαδρόμους, κάτω από σίδερα και σανίδια. Τα πάντα ανακατωμένα εις τους διαδρόμους τούτους. Αποδυτήρια και είσοδοι και μπυφέ και τηλεγραφεία, και πωλητήρια λερνιέν και καρτών και εφημερίδων. Αθληταί γυμνοί ορμώντες από τα αποδυτήριά των, πηδώντες μεταξύ του πλήθους, ψάχνοντες να βρουν τον όμιλόν των.[...]
Το Στάδιον, βραχέν εμαύρισε περισσότερον. Και εισελθόντες το ευρήκαμεν σκαιόν. Αντί του μεγάλου μειδιάματος των Πεντελικών μαρμάρων, τα οποία σου γελούν ενώ ακόμη σε βλέπουν μίλια μακράν, μάς υπεδέχθη ο μορφασμός τσιμέντου, σιδήρου και σανίδων, πολλών σανίδων,. [...]
Αλλά τι είνε το Αγγλικόν Στάδιον;
Μέγα γιαπί.
Δεν πρέπει δε η λέξις γιαπί να το υποβιβάσει. Είναι γιαπί, διότι κτισθέν εν βία, δεν έχει θώρακα, αλλά στεκόμενος απ' έξω βλέπεις έως το βάθος των πλευρών του τα κόκκαλα, ήτοι τα σίδερα και τα ξύλα επί των οποίων στηρίζεται το αμφιθέατρον. Είναι γιαπί διότι μόνον το κύριο σώμα του είνε από σίδερο και τσιμέντο, τα δε λοιπά όλα πρόχειρα. Παραπήγματα από σανίδες, περίπτερα από σανίδες, διάδρομοι από σανίδες. Τα πάντα καμωμένα διά να προφθάσουν να βρίσκωνται. [...]
Αλλά ως Στάδιον το γιαπί είνε σημαντικόν. Προς το παρόν δεν ευρίσκεται εις τον κόσμον πρακτικώτερον Στάδιον. Εγινεν επίτηδες διά να χρησιμεύσει διά τα σύγχρονα αγωνίσματα. Οι αρχαίοι Ελληνες έτρεχαν, ως γνωστόν, πολύ ελλειψοειδώς, εις σχήμα μαγνήτου. Εξ ου και το σχήμα του αρχαίου Σταδίου. Οι σύγχρονοι δρομείς θέλουν μεγαλύτερον πλάτος διά να τρέξουν. Το Αγγλικόν Στάδιον είναι πλατύ. Η έλλειψίς του δεν είναι πολύ καταφανής. Είναι σχεδόν κύκλος. Υπό άποψιν λοιπόν σχήματος και εδάφους, ευρίσκεται ότι το Αγγλικόν Στάδιον έχει τον καλλίτερον στίβον δρόμου. Εξ άλλου το Αγγλικόν Στάδιον τα περιέχει όλα. Στίβον δρόμου, στίβον ποδηλασίας και νερό διά κολύμβημα. Είναι πρακτικόν.
Ως κτίριον είνε επίσης ωραίον. Πλατύτατον, απλούν, με αμφιθέατρον χαμηλόν ελαφρώς ανερχόμενον προς τα επάνω. Ο θεατής, όπου και αν είναι, δεν αδικείται. Το Αγγλικόν Στάδιον είναι σοφής αρχιτεκτονικής.
Αρα το Αγγλικόν Στάδιον είναι το καλλίτερον; Οχι. Εφόσον υπάρχει το Στάδιον των Αθηνών, κάθε άλλο Στάδιον είναι το χειρότερον, όσα προτερήματα και αν έχει. Το διατί, θα το ειπούμεν αλλού, αν και είναι γνωστόν. Στάδιον έχουν μόνον, αι Αθήναι. Το Στάδιόν μας εν Αθήναις δεν έχει στίβον ποδηλασίας, ούτε λίμνην. Το Αγγλικόν έχει. Αλλ' αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Είναι πράξις, δεν είναι τέχνη. Εάν από το Αθηναϊκόν Στάδιον κόψετε την σφενδόνην με ένα μαχαίρι έχετε αμέσως ένα τέλειον αρχαίον ελληνικόν και Ρωμαϊκόν θέατρον. Εάν από το Αγγλικόν Στάδιον κόψετε την σφενδόνην δεν έχετε τίποτε άλλο παρά μόνον μίαν φέτα αμφιθεάτρου. Το Αγγλικόν Στάδιον είναι ένα μέγα ιπποδρόμιον. Ως ιπποδρόμιον είναι έξοχον. Πρόκειται άλλωστε περί έργου προσωρινού, το οποίον μετά ένα έτος θα εξαφανισθή, διότι το συμβόλαιον δεν του επιτρέπει να μείνει περισσότερον.
Αλλ' ακούεται ο ύμνος και […] αναγγέλλεται η είσοδος του Βασιλέως της Αγγλίας. […]
Οταν ο Βασιλεύς είπε τας τρεις του λέξεις με τας οποίας εκήρυξε την έναρξιν των αγώνων, ήρχισεν η παρέλασις.
Από μίαν τρύπαν του Σταδίου εχύνοντο διαρκώς εις την κονίστραν σημαίαι και αθληταί.
Μετ' ολίγον εστάθησαν ακίνητα επάνω εις την χλόην του Σταδίου δύο χιλιάδες σώματα, τα ωραιότερα σώματα της υφηλίου. Πώς να περιγραφεί το θέαμα τούτο; Ητο ως αφύπνισις.
Την Κυριακήν εκοιμήθημεν με την ιδέαν ότι η βρίθουσα, γραφείων καπηλείων και εργοστασίων γη δεν κατοικείται πλέον παρά από ανθρώπους χαλασμένους, και ότι όρθιον σώμα δεν έμεινεν εις τον άθλιον αυτόν κόσμον. Αίφνης την Δευτέραν το απόγευμα δύο χιλιάδες σώματα πυργούμενα ορθά, κήπος κρίνων της σαρκός, δάσος μυώνων και γραμμών, εμφανίσεις ως σαλπίσματα υγείας και Δυνάμεως, σου φυτεύουν εντός του Σταδίου μίαν πυκνήν υπέροχον και ένδοξον Αλτιν.
Το θέαμα είνε κατάπληξις, είνε ως εξύπνημα αιφνίδιον της ανθρωπότητος των καφενείων. Είδα τον στρατόν αυτόν να προχωρή φοβερός και ωραίος ενώπιον του Βασιλέως. Ετρεμεν υπό τα βήματά του ο στίβος. Τους ήκουεν η γη. Δεν εσωριάσθη λοιπόν η ανθρωπότης επί των πάγκων των γραφείων και των κρασοπουλειών, ελεεινή και τρισαθλία. Φτιάνει ακόμη σώματα. Υπάρχουν γυμναστήρια, υπάρχουν παλαίστραι εις τον κόσμον, υπάρχει αθλητισμός προσπαθών να σηκώση όρθιον το σαράβαλο του εικοστού αιώνος, υπάρχει επιστήμη και υπομονή η οποία βγάζει αυτούς του 2.000 δυνατούς ορθίους και ωραίους. Πόσος κόπος κατεβλήθη διά να βγουν αυταί αι τελειότητες. Πόση καλλιέργεια! Ησαν όλοι καλλιεργημένοι ωσεί φυτά. Μυώνα προς μυώνα, ιστόν προς ιστόν, τους έφτιασαν αι παλαίστραι.
Οταν παρήλασαν, με την σημαίαν κάθε έθνους φερομένην εις φοβερούς βραχίονας, το Στάδιον τους επευφήμησε. Επί ώραν πολλήν περνούσαν τα σώματα, μέσα εις τα οποία κατοικούσεν η ταχύτης, η δύναμις, η προσπάθεια, η βενζίνα αυτή που λέγεται άθλησις, η καταδίωξις του αφθάστου, η τάσις προς το ρεκόρ. Επέρασεν η λευκότης των Νορβηγών, επέρασαν αι Δανίδες, μία λόχμη από λαστιχένιες γάμπες, οι πολυπληθείς μικρόσωμοι αλλά νευρώδεις Ιταλοί, οι ανήσυχοι Καναδοί, οι βαρείς Αγγλοι, ο στρατός ολόκληρος της Αγγλίας και των αποικιών, οι τύραννοι των ρεκόρ Αμερικανοί. Επέρασαν όλα τα έθνη. Και εις το μέσον μια χούφτα, η ελληνική ομάς. Ητον η μικροτέρα όλων η αφανής. Ασύμμετρος, μικρή, φτωχή, απαρατήρητος με την κυανόλευκον στηριζομένην εις το Αττικόν όρος του σώματος του Γεωργαντά, εχάθη μέσα εις τον κυλιόμενον ποταμόν των μυώνων, η ομάς της χώρας, η οποία εγέννησε τον αθλητισμόν.