Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ άρθρο για το τέλος του ελληνικού λαϊφστάιλ


Το λαϊφστάιλ θρηνεί στο Μεταγωγών
Tου Νικου Γ. Ξυδακη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_05/02/2012_471440)
Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λαϊφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.
Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ -εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κωθώνια, θύματα- γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.
Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του Χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντούτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.
Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως, πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πνευματικού σκουπιδιού με τη σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές αναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστοράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Ολοι.
Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτυμόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.
Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο «Βαρελάδικο» — όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.
Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα ­ber alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λαϊφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μία βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.
Πολλοί βιοτέχνες του λαϊφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μίντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα Πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπιταρώνες. Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.