Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Ένα ευφυές άρθρο για τον Κίμωνα Κουλούρη


Να γιατρέψουμε τη βαθιά πληγή του Κίμου
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/01/2012_468850)
«Και το βάζω με την όπισθε». Είναι στοιχείο του ιδιολέκτου του Κίμου να παραλείπει το νι εκεί όπου χρειάζεται, αλλά και να το προφέρει εκεί όπου δεν υπάρχει·
και αυτή παραπάνω είναι η ποιητικότερη φράση την οποία συγκράτησα από τις αρχικές εξηγήσεις που έδωσε ο Κίμος ο Κουλούρης για τον τραυματισμό του αστυνομικού στο γνωστό επεισόδιο: Κάτι πήγε στραβά, λέει, με την «όπισθε». Εκτός, βέβαια, από τον τρόπο με τον οποίο ο Κίμος προφέρει την λέξη... Ανέλαβε, επίσης, «την ευθύνη για τα κόκκινα φανάρια», τον άκουσα να λέει. Διερωτώμαι: μήπως εδώ υπάρχει ένα φροϋδικώς ενδιαφέρον ολίσθημα της γλώσσας; Αλλά ας σταματήσω εδώ. Θα μπορούσα να συνεχίσω στο ίδιο μοτίβο, να κάνω γούστο με τον τελετουργικό αυτοδιασυρμό του Κίμου, αλλά δεν έχει νόημα αυτή η στάση. Είναι σαν να μετέχεις στο πλήθος που μαζεύεται γύρω από την αρκούδα του γύφτου. Ο σκοπός μου είναι να καταλάβω τον Κίμο και τους λόγους που τον κάνουν μαζοχιστή του αυτοεξευτελισμού.
Κατ’ αρχάς, τον Κίμο οφείλουμε να τον δούμε ως προϊόν της εποχής του και, επίσης, να τον αναλύσουμε με τα εργαλεία της εποχής του, ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν πληρέστερα το φαινόμενο «Κουλούρης» από την οπτική γωνία της δικής μας εποχής. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι είναι χρέος μας να εξετάσουμε τις πράξεις του υπό το πνεύμα της ατέλειωτης επιείκειας και της ήσσονος προσπαθείας, το οποίο υπήρξε βασικό συστατικό του Ζeitgeist της Μεταπολίτευσης. Επειτα, πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της συμπεριφοράς του σε κάποιο βαθύ και αξεπέραστο ψυχολογικό τραύμα.
Βάσει των μαρτυριών που ακούμε όλοι, η συμπεριφορά του έναντι των αστυνομικών φαίνεται ότι ήταν τουλάχιστον απαράδεκτη. Οι δε τηλεοπτικοί μονόλογοι, με τους οποίους πήγε εκ των υστέρων να εξηγήσει τη στάση του, εντείνουν ακόμη και τις αμφιβολίες για την ψυχική ισορροπία του. Μπροστά σε κοινωνική αναίδεια τέτοιου βαθμού, αισθάνεται κανείς τον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη λέξη... «τσογλάνι»! Οχι, όμως, εγώ. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω αυτή την κακιά -καταπώς θα ’λεγε ο Νίκος Παπανδρέου- λέξη για να περιγράψω τη συμπεριφορά του Κίμου ή για να τον χαρακτηρίσω ως άνθρωπο - όχι. Διότι σε αυτήν τη λέξη βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε τη διαταραχή της προσωπικότητας που βασανίζει αυτόν - και διασκεδάζει κάποιους άλλους.
Τι ήταν εκείνο που πλήγωσε τον Κίμο και τον κάνει σήμερα να αναζητεί την εξιλέωση μέσω του φλερτ με την αυτοκαταστροφή, σαν ξεπεσμένος νάρκισσος του Μπόλιγουντ; Για να σας προϊδεάσω κάπως: τι τον οδηγεί σε συμπεριφορές -ξένες προς την ανθρώπινη ουσία του, είμαι βέβαιος- τις οποίες μόνον ένα «τσογλάνι» θα μπορούσε να έχει; Πρέπει να γυρίσουμε είκοσι χρόνια πίσω για την απάντηση, όταν, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, μέσα στη Βουλή, η σύζυγος του τότε πρωθυπουργού, καθήμενη στα έδρανα των κρατικών αξιωματούχων, είχε εκτοξεύσει στον Κίμο, βουλευτή τότε, την τρομερή κουβέντα «τσογλάνι».
Φοβάμαι ότι όλα αυτά που βλέπουμε τώρα δικαιώνουν τους αγριοπασόκους της εποχής, που τότε είχαν καβαλήσει τα κάγκελα ωρυόμενοι κατά της κυρίας Μητσοτάκη, για την κουβέντα που είχε πει στο παιδί. (Σημειωτέον ότι ο Κίμος την εποχή εκείνη ήταν δεν ήταν πενήντα και κάτι ψιλά - ηλικία στην οποία τα παιδιά είναι πολύ ευαίσθητα, μπορώ να σας βεβαιώσω εξ ιδίας πείρας...) Σαν στιλέτο, η αστόχαστη κουβέντα της κυρίας Μητσοτάκη έφθασε στα βάθη του ψυχισμού του και η πληγή που άνοιξε έμεινε. Εκτοτε, υπό το κράτος της κατάθλιψης, που συχνά φέρνουν τέτοιου είδους τραύματα, ξεσπάει τον πόνο του συμπεριφερόμενος πότε πότε με τον τρόπο που αδίκως του αποδόθηκε! Λες και επιδιώκει να επιδεικνύει στους άλλους την επιθυμία του να ταυτισθεί με τον άδικο χαρακτηρισμό. «Με θέλετε τσογλάνι; Ε λοιπόν, θα έχετε τσογλάνι!» Ρωτήστε όποιον ψυχίατρο θέλετε και θα δείτε.
Επομένως, με πλήρη τον σεβασμό μου προς το πρόσωπό της, αλλά και με την ελπίδα ότι θα επιδείξει την ψυχική ανωτερότητα που οι πάντες αναγνωρίζουν ότι την χαρακτηρίζει, παρακαλώ την κυρία Μαρίκα Μητσοτάκη να κάνει μία διορθωτική δήλωση, έστω και αν παρήλθε εικοσαετία. Να πει τέλος πάντων ότι δεν το εννοούσε και ότι λυπάται που τον είπε «τσογλάνι». Κάντε το, κυρία Μητσοτάκη, κάντε το, μήπως καλμάρει ο άνθρωπος! Δεν είναι αμαρτία στα εβδομήντα να γίνεται ρεντίκολο;
Υποσημείωση
Από καθαρά φιλολογικής πλευράς, η περίπτωση του εβδομήντα ενός ετών Κίμου μού έδειξε ότι το ποίημα του Ντίλαν Τόμας «Do not go gentle into that good night» μπορεί να έχει και μία κωμική διάσταση. (Για όσους τουλάχιστον μπορούν να εκτιμήσουν και ίσως να απολαύσουν τη βαθιά σκληρότητα της κωμωδίας...)