Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να σωθεί


Και τώρα τρέχουμε!
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/11/2011_464391)
Το μειονέκτημα με την περίπτωση του εκάστοτε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος είναι ότι, λόγω της θέσεώς του, οφείλει να σταθμίζει με ακρίβεια την κάθε λέξη που χρησιμοποιεί.
Μέσα στο περιβάλλον, όμως, του δικού μας δημοσίου βίου, όπου οι πολίτες έχουν διαπαιδαγωγηθεί κατά τέτοιο τρόπο από δημαγωγούς και εμπόρους του λαϊκισμού, ώστε να προσέχουν μόνον υστερικές κραυγές, η σημασία των λόγων του διοικητή της ΤτΕ συχνά χάνεται μέσα στη θάλασσα της ακατάσχετης μπουρδολογίας. Οταν λοιπόν ο Γιώργος Προβόπουλος προειδοποιεί ότι οι αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου αποτελούν την «τελευταία ευκαιρία» για την Ελλάδα, πρόκειται πράγματι για την τελευταία: άλλη δεν θα υπάρξει. Το παλαιότερο καλό σενάριο της επώδυνης επιβίωσης από μέρα σε μέρα δεν υφίσταται πλέον, ενώ το θεωρούμενο πλεονέκτημα της απειλής ότι, αν δεν μεριμνήσουν οι άλλοι για τη θεραπεία μας, θα τους μολύνουμε, εξουδετερώθηκε από την πραγματικότητα: η μόλυνση συνέβη. Και τώρα τι; Κατά τη γνωστή, σε όσους έχουν υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία τους, έκφραση: «Και τώρα τρέχουμε!».
Παράγοντες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά και πολιτικοί με σημαντική πείρα στη λειτουργία της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας δίνουν πλέον άνω του 50% πιθανότητες στο σενάριο να υποχρεωθεί η Ελλάδα να αποχωρήσει αυτοβούλως από το ευρώ· ενώ στη Νέα Υόρκη, στην έδρα του ΔΝΤ, πίσω από κλειστές πόρτες, το ίδιο σενάριο συζητείται πλέον ανοιχτά. Ο ένας τρόπος για την πραγματοποίηση του απευκταίου είναι να αποτύχει το PSI (το γνωστό «κούρεμα» κατά 50% των ελληνικών ομολόγων). Δεδομένου ότι, πρώτον, η εθελοντική συμμετοχή στο προηγούμενο PSI (του 21%) είχε μόλις περάσει το 70% και, δεύτερον, ότι τα αποτελέσματα της ελληνικής προσπάθειας εξακολουθούν να υπολείπονται των στόχων, το ενδεχόμενο της αποτυχίας δεν είναι καθόλου απίθανο. Στην περίπτωση αυτή, κεφάλαια για την επιπλέον χρηματοδότηση της χώρας δεν περισσεύουν. Το μόνο που θα μπορούν να μας προσφέρουν οι εταίροι μας θα ήταν ένα ακόμη PSI (το τρίτο) της τάξεως του 90%. Από εκεί και πέρα θα έχει ανοίξει για την Ελλάδα ένας δρόμος, μπροστά στον οποίο η μοίρα της Αργεντινής θα φαντάζει σαν ευχάριστος περίπατος στην εξοχή...
Την ίδια ώρα όμως, καθώς η μόλυνση εξαπλώνεται και πλησιάζει τον πυρήνα του ευρώ, επιταχύνεται η διαδικασία εκείνη, στο τέρμα της οποίας υπάρχει το πολυπόθητο ευρωομόλογο - δηλαδή, η απορρόφηση του προβλήματός μας από την ΕΚΤ. Αυτό μας συμφέρει, διότι το ελληνικό πρόβλημα διαχέεται στο γενικό και παίρνει τις πραγματικές διαστάσεις του. Μέχρι να συμβεί όμως (γιατί η αναθεώρηση των συνθηκών θα χρειασθεί κάπου ενάμιση με δύο χρόνια), οι κίνδυνοι για την Ελλάδα δεν μειώνονται. Κατ’ αρχάς, επειδή σε πρώιμο στάδιο αυτής της διαδικασίας θα υπάρξει εξαγγελία των κριτηρίων που θα ισχύουν. Αν αυτά απέχουν από τα αποτελέσματα της ελληνικής προσπάθειας, η Ελλάδα ουσιαστικά αποκλείεται και από τη νέα αρχιτεκτονική του ευρώ και από τις αγορές.
Ως τότε και υπό την προϋπόθεση ότι δεν λείπει η πολιτική βούληση των Ευρωπαίων, υπάρχουν πρόσκαιροι ή ενδιάμεσοι τρόποι για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ. Λόγου χάρη, να δοθεί πλαγίως το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά ή, επίσης, να μετατραπεί το EFSF σε τράπεζα, που θα δανείζεται από την ΕΚΤ για να αγοράζει από τη δευτερογενή αγορά. Το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τις μεθόδους αυτές αφορά την έκταση και τα όριά τους. Ας πούμε, θα περισσεύουν κεφάλαια για την Ελλάδα ή θα επαρκούν μόνον για τη σωτηρία σημαντικότερων χωρών, όπως η Γαλλία; Η εκτίμηση των επαϊόντων είναι ότι, στις μεσοβέζικες λύσεις, τα κριτήρια θα είναι ρεαλιστικά και θα τα υπαγορεύσουν πρακτικές σκοπιμότητες: Αυτός που αξίζει να σωθεί θα είναι όποιος μπορεί να σωθεί.
Επομένως, αν είναι αυτή η χώρα να σωθεί, θα πρέπει να έχει σημασία ως μέλος της Ευρωζώνης· και αυτό θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την απόδοση της κυβέρνησης Παπαδήμου στη διαχείριση του πολιτικού προβλήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, εκτός των οικονομικού χαρακτήρος συστάσεων (υψηλότερους από τους προβλεπόμενους ρυθμούς στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, συντομότερη ανάκαμψη με ταχύτερους ρυθμούς στα επόμενα χρόνια κ.λπ.), ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος τόλμησε να υπερβεί τα όρια του ρόλου του και, στην ενδιάμεση έκθεσή του, περιέλαβε και μία πολιτικού χαρακτήρα: «Η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων που εκφράστηκε με τον σχηματισμό της κυβέρνησης πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική». Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων.