Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τους κινδύνους των ελληνικών επενδύσεων στα Βαλκάνια


Κίνδυνος αφελληνισμού των Βαλκανίων
Του Παναγή Bουρλούμη*
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_29/10/2011_460850)
Από το 1990 ώς πρόσφατα, μέσα σε μόλις 20 χρόνια, ελληνικές τράπεζες, βιομηχανίες, κατασκευαστικές και κάθε είδους επιχειρήσεις και μεμονωμένοι επιχειρηματίες ανέπτυξαν σημαντική δραστηριότητα στις γειτονικές μας χώρες. Η δραστηριότητα δεν περιορίστηκε σε περιστασιακές δοσοληψίες όπως στο παρελθόν. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν μόνιμες επενδύσεις, εγκατάσταση και μεταφορά κεφαλαίων, προσωπικού και τεχνογνωσίας.
Το φαινόμενο οφείλεται σε δύο λόγους. Ο ένας είναι η κατάρρευση του κομμουνισμού. Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες σε παρθένο έδαφος, εκεί που δεν υπήρχε επιχειρηματική κουλτούρα, που έλειπαν τα πάντα. Η συγκεχυμένη και ρευστή κατάσταση που επικράτησε τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταβολή των καθεστώτων, απουσία θεσμών, νομικά κενά, αναρχία και κυβερνητικές αυθαιρεσίες, τρόμαξαν επενδυτές από τις ανεπτυγμένες χώρες. Αντίθετα, οι Ελληνες τόλμησαν, προπονημένοι σε τέτοιες συνθήκες βρέθηκαν εκεί σχεδόν την επομένη της αλλαγής. Το επιχειρηματικό μας δαιμόνιο που ασφυκτιά από το μικρό μέγεθος της Ελλάδας, σε συνδυασμό με την, κατά την περίοδο εκείνη, γιγάντωση της διαφθοράς, γραφειοκρατίας και συνδικαλισμού, ήταν ο δεύτερος λόγος της εξόδου προς τα Βαλκάνια. Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας στη μητέρα χώρα οδηγεί στον εκπατρισμό. Είναι για πολλούς ζήτημα επιβίωσης.
Το επίσημο κράτος δεν βοήθησε άμεσα στην οικονομική μας διείσδυση στα Βαλκάνια, αλλά τουλάχιστον δεν έφερε δυσκολίες. Αντίθετα, η θετική στάση των κυβερνήσεών μας σχετικά με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες των γειτόνων, συνέβαλε στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος. Οι διπλωματικές μας αντιπροσωπίες επίσης έπαιξαν γενικά θετικό ρόλο.
Δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι οι Ελληνες άνοιξαν τον δρόμο, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο όταν παγιώθηκαν συνθήκες σταθερότητας, ο ανταγωνισμός εντάθηκε. Μας ακολούθησαν ισχυρά δυτικοευρωπαϊκά συγκροτήματα, αρχικά από γειτονικές χώρες, όπως η Αυστρία και Ιταλία, αλλά με την αναβίωση προπολεμικών οικονομικών δεσμών και από Γερμανία και Γαλλία, συχνά με τις πλάτες των κυβερνήσεών τους. Ο ελληνικός παράγοντας αντιμετωπίζει σήμερα αυξημένο ανταγωνισμό, αλλά θα ήταν απόλυτα ικανός να τα βγάλει πέρα, αν δεν κουβαλούσε ένα βαρίδι, την οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στον τραπεζικό κλάδο, όπου οι κεντρικές τράπεζες των γειτόνων μας παρακολουθούν άγρυπνα τις εξελίξεις. Τυχόν αδυναμία ανταπόκρισης σε επιταγή αύξησης κεφαλαίου θυγατρικής από τη μητρική ελληνική τράπεζα, ή ακόμη και ανανέωσης πιστωτικών γραμμών, ενδέχεται να οδηγήσει σε παρεμβάσεις που θα στερούσαν τον έλεγχο από τη μητρική. Με τον ίδιο τρόπο που απειλείται κρατικοποίηση τραπεζών στην Ελλάδα μέσω αναγκαστικής αύξησης κεφαλαίου, κινδυνεύουν και οι θυγατρικές τους, με τη διαφορά ότι εκείνες είναι αυτοτελείς αλλοδαπές επιχειρήσεις και επομένως ο έλεγχός τους θα περνούσε σε τρίτους. Ποιους; Δεν υπάρχει έλλειψη μνηστήρων γιατί οι ελληνικές τράπεζες στα Βαλκάνια είναι υγιείς και επιτυχημένες.
Σημαντικό μέρος της πελατείας των θυγατρικών ελληνικών τραπεζών αποτελείται από ελληνικές επιχειρήσεις, και αλλαγή ελέγχου οπωσδήποτε θα είχε αλυσιδωτές και αρνητικές παρενέργειες στο σύνολο της ελληνικής παρουσίας. Κι εδώ ψαρεύουν ήδη διάφορα private equity funds και ανταγωνιστές για ευκαιρίες που θα δημιουργούσαν προβλήματα χρηματοδότησης.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι όταν πωλείται η Finansbank στην Τουρκία για να ενισχυθεί η Εθνική Τράπεζα και περνά ο έλεγχος της Alpha και Eurobank στο Κατάρ, οι πιθανές απώλειες στα Βαλκάνια έχουν δευτερεύουσα σημασία. Ομως καλό είναι να επισημανθούν γιατί υπάρχει ένα κεφάλαιο που ονομάζεται «soft power» και που χτίστηκε με μεγάλη προσπάθεια και έχει δώσει στη χώρα μας έναν ξεχωριστό ρόλο στην περιοχή. Οταν τελικά καταλήξει κάποιο σχέδιο για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει μέριμνα για τη διατήρηση του ελέγχου των θυγατρικών στα Βαλκάνια.
* O κ. Παναγής Bουρλούμης είναι πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του OTE.